schorre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
schorre | schorres |
schorre (fr) θηλυκό
- το υψηλότερο μέρος της παραθαλάσσιας ζώνης που καλύπτεται μόνο με πολύ ψηλή παλίρροια