schorre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

schorre < ολλανδική schor

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
schorre schorres

schorre (fr) θηλυκό

  1. το υψηλότερο μέρος της παραθαλάσσιας ζώνης που καλύπτεται μόνο με πολύ ψηλή παλίρροια
     αντώνυμα: slikke

Δείτε επίσης[επεξεργασία]