sciatique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sciatique | sciatiques |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίθετο < αρχαία ελληνική ἰσχιαδικός < ἰσχίον
- ουσιαστικό < αποκοπή του goutte sciatique
Επίθετο[επεξεργασία]
sciatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sciatique (fr) θηλυκό
- ισχιαλγία
- Avoir une sciatique.
- Υποφέρω από ισχιαλγία.
- Avoir une sciatique.