scierie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
scierie | scieries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
scierie (fr) θηλυκό
- το πριονιστήριο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη scier
ενικός | πληθυντικός |
scierie | scieries |
scierie (fr) θηλυκό