se mêler

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

se mêler < mêler

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sə‿me.le/

Ρήμα[επεξεργασία]

se mêler (fr)

  1. ανακατεύομαι, αναμιγνύομαι, γίνομαι λιγότερο καθαρός
  2. se mêler de: ανακατεύομαι με κάτι, ασχολούμαι, επεμβαίνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη mêler