se vautrer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
se vautrer (fr)
- κυλιέμαι
- (οικείο) και (ειρωνικό) αρέσκομαι, ικανοποιούμαι
- (οικείο) πέφτω, τσακίζομαι
se vautrer (fr)