seek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | seek |
γ΄ ενικό ενεστώτα | seeks |
αόριστος | sought |
παθητική μετοχή | sought |
ενεργητική μετοχή | seeking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
seek < (κληρονομημένο) μέση αγγλική seken
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
seek (en)