semestre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
semestre semestres

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

semestre (fr) αρσενικό

  • το εξάμηνο
    Ce cours dure un semestre. Αυτό το μάθημα διαρκεί ένα εξάμηνο.


Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
semestre semestri

Ετυμολογία [επεξεργασία]

semestre < λατινική semestris

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

semestre (it) αρσενικό