serviabilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- serviabilité < serviable
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
serviabilité | serviabilités |
serviabilité (fr) θηλυκό