sexothérapeute
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sexothérapeute | sexothérapeutes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sexothérapeute (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο/η σεξοθεραπευτής
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη sexe