shod
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
shod (en)
- παπουτσωμένος, φορώντας παπούτσια
- πεταλωμένος
- εφοδιασμένος με λάστιχα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
shod (en)