shoe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
shoe | shoes |
shoe (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | shoe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shoes |
αόριστος | shod, shoed |
παθητική μετοχή | shodden, shod, shoed |
ενεργητική μετοχή | shoeing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
shoe (en)