shrewdness

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
shrewdness shrewdnesss

Ετυμολογία [επεξεργασία]

shrewdness < shrewd + -ness

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

shrewdness (en)