sidérant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sidérant | sidérants |
θηλυκό | sidérante | sidérantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
sidérant (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη sidérer