sidewalk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sidewalk | sidewalks |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sidewalk (en)
- (αμερικανικά αγγλικά) το πεζοδρόμιο
- ↪ The driver left his car on the sidewalk.
- Ο οδηγός άφησε το αμάξι του πάνω στο πεζοδρόμιο.
- ≈ συνώνυμα: pavement (βρετανικά αγγλικά)
- ↪ The driver left his car on the sidewalk.