signora
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- signora < signore (κύριος) < λατινική seniorem, αιτιατική του senior, συγκριτικός βαθμός του senex < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sénos (γέρος)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
signora (it)