κυρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυρία | οι | κυρίες |
γενική | της | κυρίας | των | κυριών |
αιτιατική | την | κυρία | τις | κυρίες |
κλητική | κυρία | κυρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυρία < κύριος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυρία θηλυκό
- ενήλικη γυναίκα
- τότε μπήκαν στο κατάστημα δύο κυρίες για να ψωνίσουν
- λέξη που προτάσσεται πριν από κύρια γυναικεία ονόματα. Παλιότερα αποδιδόταν μόνο σε παντρεμένες γυναίκες, ενώ τώρα αποδίδεται γενικά σε οποιαδήποτε ενήλικη γυναίκα
- η κυρία Μαρία, η κυρία Παναγιωτοπούλου
- η κυρία Τίνα μαζί με την κόρη της τη Δήμητρα κάνουν τα ψώνια τους στη λαϊκή αγορά
- γυναίκα που χαρακτηρίζεται από αρετές όπως αξιοπρέπεια, ευγένεια κ.λπ
- μια πραγματική κυρία
- έτσι αποκαλείται, από τους μαθητές της, μια δασκάλα ή καθηγήτρια
- η κυρία μας θα μας πάει εκδρομή αύριο
- (αργκό) (παρωχημένο) κακοποιός που δε μιλάει στις Αρχές για τους συναδέλφους του. Βασίζεται στο γεγονός ότι παλαιότερα οι κυρίες πλούσιων οικογενειών δε μιλούσαν στους φτωχούς ανθρώπους, θεωρώντας αυτό ντροπή & ταπείνωση
- Κάτω στα λε-, κάτω στα λε-, κάτω στα λεμονάδικα
- κάτω στα λεμονάδικα, έγινε φασαρία
- δυό λαχανάδες πιάσανε
- κι έκαναν την "κυρία"
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- η Κυρία των Αγγέλων: η Παναγία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυρία