simultanéisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
simultanéisme | simultanéismes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
simultanéisme (fr) αρσενικό
- τρόπος διήγησης όπου ο διηγητής παρουσιάζει διάφορα ταυτόχρονα στοιχεία που ανήκουν σε παράλληλες πράξεις χωρίς μετάβαση από το ένα στο άλλο