sismicité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sismicité | sismicités |
sismicité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
sismicité | sismicités |
sismicité (fr) θηλυκό