smoking
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- το κάπνισμα
- ↪ Limit smoking as much as you can.
- Περιόρισε όσο μπορείς το κάπνισμα.
- ↪ Limit smoking as much as you can.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
smoking (en)
Πηγές[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- smoking (άμεσο δάνειο) αγγλική smoking
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
smoking (it)