socialization
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
socialization (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο)
- η κοινωνικοποίηση ενός ατόμου
- ↪ The association of the child with his peers will help him in his socialization.
- H συναναστροφή του παιδιού με συνομηλίκους του το βοηθάει στην κοινωνικοποίησή του.
- ↪ The association of the child with his peers will help him in his socialization.
- η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής