sorta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sorta < συντόμευση του sort of
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
sorta (en)
- (προφορικό, ανεπίσημο) κάπως
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sorta | sorte |
sorta (it)