spécialité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- spécialité < λατινική specialitas
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
spécialité | spécialités |
spécialité (fr) θηλυκό
- η ειδικότητα
- (γαστρονομία) η σπεσιαλιτέ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη spécial