spéculatrice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- spéculatrice < θηλυκό του spéculateur
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
spéculatrice | spéculatrices |
spéculatrice (fr) θηλυκό