spéléologue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
spéléologue | spéléologues |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
spéléologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
spéléologue | spéléologues |
spéléologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό