speak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας speak
γ΄ ενικό ενεστώτα speaks
αόριστος spoke
παθητική μετοχή spoken
ενεργητική μετοχή speaking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
Και παλαιός αόριστος spake.

Ρήμα[επεξεργασία]

speak (en)

  1. (μεταβατικό) μιλάω, έχω την ικανότητα να μιλάω σε μια συγκεκριμένη γλώσσα
    I speak Greek very well because my mother is Greek.
    Μιλάω τα ελληνικά πολύ καλά επειδή η μητέρα μου είναι Ελληνίδα.
  2. (μεταβατικό) λέω, δηλώνω προφορικά μια λέξη ή φράση
    He did not speak a word to us.
    Δεν μας είπε λέξη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tell

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]