sténographie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ste.nɔ.ɡʁa.fi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sténographie | sténographies |
sténographie (fr) θηλυκό