steam up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας steam up
γ΄ ενικό ενεστώτα steams up
αόριστος steamed up
παθητική μετοχή steamed up
ενεργητική μετοχή steaming up

Ετυμολογία [επεξεργασία]

steam up < → δείτε τις λέξεις steam και up

Ρήμα[επεξεργασία]

steam up (en)

  • αχνίζω, γίνομαι ή κάνω κάτι καλυμμένο με αχνό
    The window panes steamed up.
    Τα τζάμια ήταν αχνισμένα .

Πηγές[επεξεργασία]