stem
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stem (en)
- ο βλαστός, ο μίσχος
- (γλωσσολογία) το θέμα, η ρίζα μιας λέξης
Ρήμα[επεξεργασία]
stem (en)
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stem (nl)