sterniĝi
(Ανακατεύθυνση από sternig'i)
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ρήμα sterniĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | sterniĝas | sterniĝanta | sterniĝata |
αόριστος | sterniĝis | sterniĝinta | sterniĝita |
μέλλοντας | sterniĝos | sterniĝonta | sterniĝota |
υποθετική | sterniĝus | - | - |
προστακτική | sterniĝu | - | - |
sterniĝi (eo)