stratigraphie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
stratigraphie stratigraphies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stratigraphie (fr) θηλυκό