substantifique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
substantifique | substantifiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
substantifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
substantifique | substantifiques |
substantifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό