surélévation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
surélévation surélévations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

surélévation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]