surpassement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

surpassement < surpasser

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
surpassement surpassements

surpassement (fr) αρσενικό