tactile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tactile < λατινική tactilis

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tactile tactiles

tactile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. απτός
    corps tactile - απτό αντικείμενο
  2. που γίνεται μέσω της αφής
    écran tactile - οθόνη αφής
  3. απτικός