tailor-made
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
tailor-made (en) (χωρίς παραθετικά)
- εξατομικευμένος, ραμμένο και κομμένο στα μέτρα κάποιου, που είναι φτιαγμένο για συγκεκριμένο άτομο ή σκοπό, και επομένως πολύ κατάλληλο
- ↪ a tailor-made treatment - εξατομικευμένη θεραπεία
- ↪ This job is tailor-made for him.
- Αυτή η δουλειά είναι ραμμένη και κομμένη στα μέτρα του.
- ≈ συνώνυμα: custom-made, customized, individualized και tailored
- κατά παραγγελία, επί παραγγελία, για ρούχα που κατασκευάζονται από ράφτη για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο
- ↪ I had my suit custom-made.
- Έφτιαξα το κοστούμι μου επί παράγγειλα.
- ↪ I had my suit custom-made.