tailored
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
tailored (en)
- ραμμένος, ραφτός, ράβω, για ρούχα που είναι φτιαγμένα για να εφαρμόζουν καλά ή στενά
- ↪ a well-tailored suit - καλοραμμένο κοστούμι
- ↪ a tailored suit - ραφτό κουστούμι
- ↪ I want to get/have a suit tailored; do you know a good tailor?
- Θέλω να ράψω ένα κοστούμι· ξέρεις κανένα καλό ράφτη;
- εξατομικευμένος, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα κάποιου, που είναι φτιαγμένο για συγκεκριμένο πρόσωπο ή σκοπό
- ↪ tailored educational material/program - εξατομικευμένο εκπαιδευτικό υλικό/πρόγραμμα
- ↪ This job is tailored for him.
- Αυτή η δουλειά είναι ραμμένη και κομμένη στα μέτρα του.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη tailor-made
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
tailored (en)