tarification
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tarification | tarifications |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tarification (fr) θηλυκό
- η τιμολόγηση, η διατίμηση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη tarif