tax office
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tax office | tax offices |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
tax office (en)
- η εφορία
- ↪ He came to a compromise with the tax office and succeeded in reducing the tax.
- Ήρθε σε συμβιβασμό με την εφορία και πέτυχε τη μείωση του φόρου.
- ↪ He came to a compromise with the tax office and succeeded in reducing the tax.