taylorien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | taylorien | tayloriens |
θηλυκό | taylorienne | tayloriennes |
Επίθετο
[επεξεργασία]taylorien (fr)
- σχετικός με τον οικονομολόγο Τέιλορ