tear away

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας tear away
γ΄ ενικό ενεστώτα tears away
αόριστος tore away
παθητική μετοχή torn away
ενεργητική μετοχή tearing away

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tear away < → δείτε τις λέξεις tear και away

Ρήμα[επεξεργασία]

tear away (en)

  • ξεκολλώ, φεύγω κάπου παρόλο που θα προτιμούσα να μείνω εκεί· αφαιρώ κάτι από κάπου
    He couldn’t tear himself away from his book/her.
    Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από το βιβλίο του/από κοντά της.

Πηγές[επεξεργασία]