tempéramental
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tempéramental < tempérament
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tempéramental | tempéramentaux |
θηλυκό | tempéramentale | tempéramentales |
tempéramental (fr)
- σχετικός με την ιδιοσυγκρασία κάποιου