théocratie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
théocratie | théocraties |
théocratie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
théocratie | théocraties |
théocratie (fr) θηλυκό