thessalien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | thessalien | thessaliens |
θηλυκό | thessalienne | thessaliennes |
thessalien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | thessalien | thessaliens |
θηλυκό | thessalienne | thessaliennes |
thessalien (fr)