thoughtful

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

thoughtful < (κληρονομημένο) μέση αγγλική thoȝtful, thohtful. Συγχρονικά αναλύεται σε thought +‎ -ful. Συγκρίνετε με το ολλανδικό: gedachtenvol

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈθɔt.f(ə)l/ & /ˈθɔːtfʊl/

ΗΠΑ: /ˈθɔt.f(ə)l/, ΗΒ: /ˈθɔːtfʊl/)

Επίθετο[επεξεργασία]

thoughtful (en)

  1. συμπονετικός, συναισθανόμενος, που έχει ενσυναίσθηση, που σκέφτεται τους άλλους, καλόκαρδος
  2. ευγενικός
  3. βαθυστόχαστος, εμβριθής, σκεπτόμενος
  4. σκεπτικός, στοχαστικός
  5. μελετημένος, προσεγμένος