tight
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | tight |
συγκριτικός | tighter |
υπερθετικός | tightest |
Επίθετο[επεξεργασία]
tight (en)
- σφιχτός
- σφιχτός με τα χρήματα
- τεντωμένος
- στενός
- ↪ The green pants are tight on me.
- Το πράσινο παντελόνι μού είναι στενό.
- ↪ The green pants are tight on me.
- που έχει κάνει πολλές πρόβες και είναι ακριβής στην εκτέλεση
- (αργκό) πολύ ωραίος, πολύ καλός
- (αργκό) μεθυσμένος