tight

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός tight
συγκριτικός tighter
υπερθετικός tightest

Επίθετο[επεξεργασία]

tight (en)

  1. σφιχτός
  2. σφιχτός με τα χρήματα
  3. τεντωμένος
  4. στενός
    The green pants are tight on me.
    Το πράσινο παντελόνι μού είναι στενό.
  5. που έχει κάνει πολλές πρόβες και είναι ακριβής στην εκτέλεση
  6. (αργκό) πολύ ωραίος, πολύ καλός
  7. (αργκό) μεθυσμένος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]