tirée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tirée < tirer

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tirée tirées

tirée (fr) θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]