tire out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | tire out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tires out |
αόριστος | tired out |
παθητική μετοχή | tired out |
ενεργητική μετοχή | tiring out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
tire out (en)
- κουράζω κάποιον ή κουράζομαι
- ↪ The players have tired out.
- Οι παίκτες έχουν κουραστεί.
- ↪ The players have tired out.