tomada
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tomada | tomadas |
tomada (pt) θηλυκό
- η πρίζα ρεύματος
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tomada | tomadas |
tomada (pt) θηλυκό