tong
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tong (en)
- το κυλινδρικό θερμαντικό μαλλιών για μπούκλες
- ≠ αντώνυμα: hair straightener (ισιωτικό μαλλιών, πρέσα μαλλιών)
- κινεζικός μυστικός σύνδεσμος, κινεζική μυστική οργάνωση
- το κινέζικο/κινεζικό οργανωμένο έγκλημα
Ρήμα[επεξεργασία]
tong (en)
- κάνω μπούκλες τα μαλλιά με το ειδικό κυλινδρικό σίδερο
- σχηματίζω, δημιουργώ ή οργανώνω εγκληματική οργάνωση
- μετατρέπω μία κοινότητα ανθρώπων σε εγκληματική
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tong (fr) θηλυκό
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tong (nl)