topologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- topologique < topologie
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
topologique | topologiques |
topologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό